Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθίᾱ
δυσμαί
δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέω
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμετάθετος
δυσμεταχείριστος
View word page
δυσμάχητος
δυσμάχητοςονadj of the gifts of the Museskeenly fought forLyr.adesp.

ShortDef

keenly contested

Debugging

Headword:
δυσμάχητος
Headword (normalized):
δυσμάχητος
Headword (normalized/stripped):
δυσμαχητος
IDX:
10230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10231
Key:
δυσμάχητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσμάχητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσμάχητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the gifts of the Muses</Indic><Tr>keenly fought for</Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσμάχητος'}