Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθίᾱ
δυσμαί
δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέω
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμετάθετος
View word page
δυσμαχέω
δυσμαχέωcontr.vbδύσμαχος fight vainlyw.dat.against gods, necessityS.

ShortDef

to fight in vain against

Debugging

Headword:
δυσμαχέω
Headword (normalized):
δυσμαχέω
Headword (normalized/stripped):
δυσμαχεω
IDX:
10229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10230
Key:
δυσμαχέω

Data

{'headword_display': '<b>δυσμαχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δυσμαχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δύσμαχος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>fight vainly</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>against gods, necessity<Au>S.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'δυσμαχέω'}