Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσκτητος
δυσκῡ́μαντος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθίᾱ
δυσμαί
δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέω
View word page
δυσμαθίᾱ
δυσμαθίᾱalsoδυσμάθειαᾱςf difficultyslowness in learningunderstandingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσμαθίᾱ
Headword (normalized):
δυσμαθίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δυσμαθια
IDX:
10226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10227
Key:
δυσμαθίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δυσμαθίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσμαθίᾱ<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>δυσμάθεια</FmHL></VL></HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS> </HG> <nS1><Tr>difficulty<or/>slowness in learning<or/>understanding</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσμαθίᾱ'}