Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκρᾱσίᾱ
δύσκριτος
δύσκτητος
δυσκῡ́μαντος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθίᾱ
δυσμαί
δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμεναίνω
View word page
δυσμαθέω
δυσμαθέωcontr.vbδυσμαθής be slow to recognisea personA.

ShortDef

to be slow at recognising

Debugging

Headword:
δυσμαθέω
Headword (normalized):
δυσμαθέω
Headword (normalized/stripped):
δυσμαθεω
IDX:
10224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10225
Key:
δυσμαθέω

Data

{'headword_display': '<b>δυσμαθέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δυσμαθέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δυσμαθής</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be slow to recognise</Tr><Obj>a person<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'δυσμαθέω'}