Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσκον
δυσκρᾱσίᾱ
δύσκριτος
δύσκτητος
δυσκῡ́μαντος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθίᾱ
δυσμαί
δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
View word page
δυσμάθεια
δυσμάθειαfseeδυσμαθίᾱ

ShortDef

slowness at learning

Debugging

Headword:
δυσμάθεια
Headword (normalized):
δυσμάθεια
Headword (normalized/stripped):
δυσμαθεια
IDX:
10223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10224
Key:
δυσμάθεια

Data

{'headword_display': '<b>δυσμάθεια</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δυσμάθεια</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>δυσμαθίᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δυσμάθεια'}