Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δυσκόμιστος
δύσκον
δυσκρᾱσίᾱ
δύσκριτος
δύσκτητος
δυσκῡ́μαντος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθίᾱ
δυσμαί
δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
δυσμάχητος
View word page
δυσ-λόγιστος
δυσλόγιστοςονadjλογιστός of an act of violenceirrationalincomprehensible S.

ShortDef

ill-calculating

Debugging

Headword:
δυσλόγιστος
Headword (normalized):
δυσλόγιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσλογιστος
IDX:
10220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10221
Key:
δυσλόγιστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-λόγιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>λόγιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λογιστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an act of violence</Indic><Tr>irrational<or/>incomprehensible </Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσλόγιστος'}