Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δυσκόμιστος
δύσκον
δυσκρᾱσίᾱ
δύσκριτος
δύσκτητος
δυσκῡ́μαντος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθίᾱ
δυσμαί
δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
View word page
δύσ-ληπτος
δύσληπτοςονadjληπτός of the cause of a misfortunehard to detectcomprehendPlb.

ShortDef

hard to catch

Debugging

Headword:
δύσληπτος
Headword (normalized):
δύσληπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσληπτος
IDX:
10219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10220
Key:
δύσληπτος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-ληπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>ληπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ληπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the cause of a misfortune</Indic><Tr>hard to detect<or/>comprehend</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσληπτος'}