Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολίᾱ
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δυσκόμιστος
δύσκον
δυσκρᾱσίᾱ
δύσκριτος
δύσκτητος
δυσκῡ́μαντος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
View word page
δυσκρᾱσίᾱ
δυσκρᾱσίᾱᾱςfκεράννῡμι unhealthy conditionof a person's body, the atmospherePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσκρᾱσίᾱ
Headword (normalized):
δυσκρᾱσίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δυσκρασια
IDX:
10214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10215
Key:
δυσκρᾱσίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δυσκρᾱσίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>δυσκρᾱσίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κεράννῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>unhealthy condition<Expl>of a person's body, the atmosphere</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'δυσκρᾱσίᾱ'}