Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολίᾱ
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δυσκόμιστος
δύσκον
δυσκρᾱσίᾱ
δύσκριτος
δύσκτητος
δυσκῡ́μαντος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
View word page
δυσ-κόμιστος
δυσκόμιστοςονadjκομίζω of causes of grief, ref. to dead childrenpainful to conveyinto a houseE.of a fatehard to bearS.

ShortDef

hard to bear, intolerable

Debugging

Headword:
δυσκόμιστος
Headword (normalized):
δυσκόμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσκομιστος
IDX:
10212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10213
Key:
δυσκόμιστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-κόμιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>κόμιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κομίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of causes of grief, ref. to dead children</Indic><Tr>painful to convey<Expl>into a house</Expl></Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>of a fate</Indic><Tr>hard to bear</Tr><Au>S.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δυσκόμιστος'}