Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολίᾱ
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δυσκόμιστος
δύσκον
δυσκρᾱσίᾱ
δύσκριτος
δύσκτητος
δυσκῡ́μαντος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
View word page
δυσκολό-κοιτος
δυσκολόκοιτοςονadjκοίτη of anxietythat makes one's bed uneasyAr.

ShortDef

making bed uneasy

Debugging

Headword:
δυσκολόκοιτος
Headword (normalized):
δυσκολόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκολοκοιτος
IDX:
10210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10211
Key:
δυσκολόκοιτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσκολό-κοιτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δυσκολό<hyph/>κοιτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κοίτη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of anxiety</Indic><Tr>that makes one's bed uneasy</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δυσκολόκοιτος'}