Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολίᾱ
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δυσκόμιστος
δύσκον
δυσκρᾱσίᾱ
δύσκριτος
δύσκτητος
δυσκῡ́μαντος
δύσλεκτος
δύσληπτος
View word page
δυσκολό-καμπτος
δυσκολόκαμπτοςονadjκαμπτός of modulations in musicwith annoying twistsAr.

ShortDef

hard to bend

Debugging

Headword:
δυσκολόκαμπτος
Headword (normalized):
δυσκολόκαμπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκολοκαμπτος
IDX:
10209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10210
Key:
δυσκολόκαμπτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσκολό-καμπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσκολό<hyph/>καμπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καμπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of modulations in music</Indic><Tr>with annoying twists</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσκολόκαμπτος'}