Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολίᾱ
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δυσκόμιστος
δύσκον
δυσκρᾱσίᾱ
δύσκριτος
δύσκτητος
View word page
δυσ-κοινώνητος
δυσκοινώνητοςονadjκοινωνέω of a person's characterunsociablePl.of the nature of powerPlu.

ShortDef

unsocial

Debugging

Headword:
δυσκοινώνητος
Headword (normalized):
δυσκοινώνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκοινωνητος
IDX:
10206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10207
Key:
δυσκοινώνητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-κοινώνητος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>κοινώνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κοινωνέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's character</Indic><Tr>unsociable</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>of the nature of power</Indic><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>", 'key': 'δυσκοινώνητος'}