Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολίᾱ
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δυσκόμιστος
δύσκον
δυσκρᾱσίᾱ
δύσκριτος
View word page
δυσκλήρημα
δυσκλήρημαατοςn unfortunate consequenceof an eventPlb.

ShortDef

piece of ill luck

Debugging

Headword:
δυσκλήρημα
Headword (normalized):
δυσκλήρημα
Headword (normalized/stripped):
δυσκληρημα
IDX:
10205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10206
Key:
δυσκλήρημα

Data

{'headword_display': '<b>δυσκλήρημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσκλήρημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>unfortunate consequence<Expl>of an event</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσκλήρημα'}