Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολίᾱ
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δυσκόμιστος
δύσκον
δυσκρᾱσίᾱ
View word page
δυσκληρέω
δυσκληρέωcontr.vbκλῆρος be unsuccessful in a lotteryPl.

ShortDef

to be unlucky in one's lot

Debugging

Headword:
δυσκληρέω
Headword (normalized):
δυσκληρέω
Headword (normalized/stripped):
δυσκληρεω
IDX:
10204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10205
Key:
δυσκληρέω

Data

{'headword_display': '<b>δυσκληρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δυσκληρέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κλῆρος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be unsuccessful in a lottery</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δυσκληρέω'}