Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολίᾱ
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
View word page
δύσκηλος
δύσκηλοςονadjreltd.ἕκηλος εὔκηλος of a landapp.troubled, blightedA.

ShortDef

past remedy

Debugging

Headword:
δύσκηλος
Headword (normalized):
δύσκηλος
Headword (normalized/stripped):
δυσκηλος
IDX:
10200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10201
Key:
δύσκηλος

Data

{'headword_display': '<b>δύσκηλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσκηλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>ἕκηλος</Ref> <Ref>εὔκηλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a land</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>troubled, blighted</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσκηλος'}