Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολίᾱ
δυσκολόκαμπτος
View word page
δυσ-κηδής
δυσκηδήςέςadjκῆδος of a night spent outdoorspainful, uncomfortableOd.

ShortDef

full of misery

Debugging

Headword:
δυσκηδής
Headword (normalized):
δυσκηδής
Headword (normalized/stripped):
δυσκηδης
IDX:
10199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10200
Key:
δυσκηδής

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-κηδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>κηδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κῆδος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a night spent outdoors</Indic><Tr>painful, uncomfortable</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσκηδής'}