Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολίᾱ
View word page
δυσ-κέραστος
δυσκέραστοςονadjκεράννῡμι of a person's naturerefusing to be blendeduntemperedw.prep.phr.by a particular qualityPlu.

ShortDef

hard to temper

Debugging

Headword:
δυσκέραστος
Headword (normalized):
δυσκέραστος
Headword (normalized/stripped):
δυσκεραστος
IDX:
10198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10199
Key:
δυσκέραστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-κέραστος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>κέραστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κεράννῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's nature</Indic><Def>refusing to be blended</Def><Tr>untempered<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>by a particular quality</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δυσκέραστος'}