Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δυσκοινώνητος
View word page
δυσ-κατέργαστος
δυσκατέργαστοςονadjκατεργάζομαι of artistic skillshard to attainX.

ShortDef

hard to work, hard to accomplish

Debugging

Headword:
δυσκατέργαστος
Headword (normalized):
δυσκατέργαστος
Headword (normalized/stripped):
δυσκατεργαστος
IDX:
10196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10197
Key:
δυσκατέργαστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-κατέργαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>κατέργαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατεργάζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of artistic skills</Indic><Tr>hard to attain</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσκατέργαστος'}