Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
View word page
δυσ-καταφρόνητος
δυσκαταφρόνητοςονadjκαταφρονέω of personshard to treat with disrespectworthy of respectX.

ShortDef

not to be despised

Debugging

Headword:
δυσκαταφρόνητος
Headword (normalized):
δυσκαταφρόνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταφρονητος
IDX:
10195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10196
Key:
δυσκαταφρόνητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-καταφρόνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>καταφρόνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταφρονέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Def>hard to treat with disrespect</Def><Tr>worthy of respect</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσκαταφρόνητος'}