Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληρέω
View word page
δυσ-κατάστατος
δυσκατάστατοςονadjκαθίστημι of a state of confusionhard to resolveX.

ShortDef

hard to restore

Debugging

Headword:
δυσκατάστατος
Headword (normalized):
δυσκατάστατος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταστατος
IDX:
10194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10195
Key:
δυσκατάστατος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-κατάστατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>κατάστατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καθίστημι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a state of confusion</Indic><Tr>hard to resolve</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσκατάστατος'}