Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
δύσκλεια
View word page
δυσ-κατάπρᾱκτος
δυσκατάπρᾱκτοςονadjκαταπρᾱ́σσω of enterpriseshard to achieveX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσκατάπρᾱκτος
Headword (normalized):
δυσκατάπρᾱκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταπρακτος
IDX:
10193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10194
Key:
δυσκατάπρᾱκτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-κατάπρᾱκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>κατάπρᾱκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταπρᾱ́σσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of enterprises</Indic><Tr>hard to achieve</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσκατάπρᾱκτος'}