Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσῑ́μερος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκῑ́νητος
δυσκλεής
View word page
δυσ-κατάπληκτος
δυσκατάπληκτοςονadjκαταπλήσσω of troopsnot easily overawedinsubordinatePlb.

ShortDef

hard to keep in awe

Debugging

Headword:
δυσκατάπληκτος
Headword (normalized):
δυσκατάπληκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταπληκτος
IDX:
10192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10193
Key:
δυσκατάπληκτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-κατάπληκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>κατάπληκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταπλήσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of troops</Indic><Def>not easily overawed</Def><Tr>insubordinate</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσκατάπληκτος'}