Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσῑ́ᾱτος
δυσιερέω
δυσῑ́μερος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
δύσκηλος
View word page
δυσ-καταμάθητος
δυσκαταμάθητοςονadjκαταμανθάνω of a problem, political or rhetorical skillhard to understandlearnIsoc. Pl. δυσκαταμαθήτωςadv w. ἔχειν, of opportunitiesbe hard to discernIsoc.

ShortDef

hard to learn

Debugging

Headword:
δυσκαταμάθητος
Headword (normalized):
δυσκαταμάθητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταμαθητος
IDX:
10190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10191
Key:
δυσκαταμάθητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-καταμάθητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>καταμάθητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταμανθάνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a problem, political or rhetorical skill</Indic><Tr>hard to understand<or/>learn</Tr><Au>Isoc. Pl.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>δυσκαταμαθήτως</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Phr><Indic>w. <Ref>ἔχειν</Ref>, of opportunities</Indic><TrPhr>be hard to discern</TrPhr><Au>Isoc.</Au></Phr></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'δυσκαταμάθητος'}