Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσθῡμος
δυσῑ́ᾱτος
δυσιερέω
δυσῑ́μερος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
δυσκηδής
View word page
δυσ-καταγώνιστος
δυσκαταγώνιστοςονadjκαταγωνίζομαι of troopshard to defeatPlb.

ShortDef

hard to overcome

Debugging

Headword:
δυσκαταγώνιστος
Headword (normalized):
δυσκαταγώνιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταγωνιστος
IDX:
10189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10190
Key:
δυσκαταγώνιστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-καταγώνιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>καταγώνιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταγωνίζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of troops</Indic><Tr>hard to defeat</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσκαταγώνιστος'}