Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσθῡμίᾱ
δύσθῡμος
δυσῑ́ᾱτος
δυσιερέω
δυσῑ́μερος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκέραστος
View word page
δυσ-καρτέρητος
δυσκαρτέρητοςονadjκαρτερέω of cold, a state of affairsunbearablePlu.

ShortDef

hard to endure

Debugging

Headword:
δυσκαρτέρητος
Headword (normalized):
δυσκαρτέρητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαρτερητος
IDX:
10188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10189
Key:
δυσκαρτέρητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-καρτέρητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>καρτέρητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρτερέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cold, a state of affairs</Indic><Tr>unbearable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσκαρτέρητος'}