Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσθῡμέω
δυσθῡμίᾱ
δύσθῡμος
δυσῑ́ᾱτος
δυσιερέω
δυσῑ́μερος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
View word page
δύσ-καπνος
δύσκαπνοςονadjκαπνός of houses of the poorunpleasantly smokyfoul with smokeA.

ShortDef

noisome from smoke, smoky

Debugging

Headword:
δύσκαπνος
Headword (normalized):
δύσκαπνος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαπνος
IDX:
10187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10188
Key:
δύσκαπνος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-καπνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>καπνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καπνός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of houses of the poor</Indic><Def>unpleasantly smoky</Def><Tr>foul with smoke</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσκαπνος'}