Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσθροος
δυσθῡμέω
δυσθῡμίᾱ
δύσθῡμος
δυσῑ́ᾱτος
δυσιερέω
δυσῑ́μερος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
View word page
δυσ-κάθεκτος
δυσκάθεκτοςονadjκαθεκτός of persons, horses, the masses, the statehard to keep in check, uncontrollableX. Plu.

ShortDef

hard to hold in

Debugging

Headword:
δυσκάθεκτος
Headword (normalized):
δυσκάθεκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαθεκτος
IDX:
10186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10187
Key:
δυσκάθεκτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-κάθεκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>κάθεκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καθεκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, horses, the masses, the state</Indic><Tr>hard to keep in check, uncontrollable</Tr><Au>X. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσκάθεκτος'}