Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσθησαύριστος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
δυσθῡμέω
δυσθῡμίᾱ
δύσθῡμος
δυσῑ́ᾱτος
δυσιερέω
δυσῑ́μερος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
δυσκατάπρᾱκτος
View word page
δύσ-ιππος
δύσιπποςονadjἵππος of regionsunsuitable for cavalryX. Plu.

ShortDef

hard to ride in

Debugging

Headword:
δύσιππος
Headword (normalized):
δύσιππος
Headword (normalized/stripped):
δυσιππος
IDX:
10183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10184
Key:
δύσιππος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-ιππος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>ιππος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἵππος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of regions</Indic><Tr>unsuitable for cavalry</Tr><Au>X. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσιππος'}