Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσθήρευτος
δυσθησαύριστος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
δυσθῡμέω
δυσθῡμίᾱ
δύσθῡμος
δυσῑ́ᾱτος
δυσιερέω
δυσῑ́μερος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπληκτος
View word page
δυσ-ῑ́μερος
δυσῑ́μεροςονadj of the madness or painof lovesick desireAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσῑ́μερος
Headword (normalized):
δυσῑ́μερος
Headword (normalized/stripped):
δυσιμερος
IDX:
10182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10183
Key:
δυσῑ́μερος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-ῑ́μερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>ῑ́μερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the madness or pain</Indic><Tr>of lovesick desire</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσῑ́μερος'}