Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσθήρᾱτος
δυσθήρευτος
δυσθησαύριστος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
δυσθῡμέω
δυσθῡμίᾱ
δύσθῡμος
δυσῑ́ᾱτος
δυσιερέω
δυσῑ́μερος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγώνιστος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
View word page
δυσιερέω
δυσιερέωcontr.vbἱερός receive unfavourable omens in a sacrificePlu.

ShortDef

to have bad omens in a sacrifice

Debugging

Headword:
δυσιερέω
Headword (normalized):
δυσιερέω
Headword (normalized/stripped):
δυσιερεω
IDX:
10181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10182
Key:
δυσιερέω

Data

{'headword_display': '<b>δυσιερέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δυσιερέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἱερός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>receive unfavourable omens in a sacrifice</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δυσιερέω'}