Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσθάνατος
δυσθέᾱτος
δύσθεος
δυσθεράπευτος
δυσθετέομαι
δυσθεώρητος
δυσθήρᾱτος
δυσθήρευτος
δυσθησαύριστος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
δυσθῡμέω
δυσθῡμίᾱ
δύσθῡμος
δυσῑ́ᾱτος
δυσιερέω
δυσῑ́μερος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
View word page
δυσ-θρήνητος
δυσθρήνητοςονadjθρηνέω of criesof bitter lamentationS. E.

ShortDef

loud-wailing, most mournful

Debugging

Headword:
δυσθρήνητος
Headword (normalized):
δυσθρήνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσθρηνητος
IDX:
10175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10176
Key:
δυσθρήνητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-θρήνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>θρήνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θρηνέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cries</Indic><Tr>of bitter lamentation</Tr><Au>S. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσθρήνητος'}