Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσημερίᾱ
δυσήνεμος
δύσηρις
δυσήροτος
δυσηχής
δυσθαλπής
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθέᾱτος
δύσθεος
δυσθεράπευτος
δυσθετέομαι
δυσθεώρητος
δυσθήρᾱτος
δυσθήρευτος
δυσθησαύριστος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
δυσθῡμέω
δυσθῡμίᾱ
View word page
δυσ-θεράπευτος
δυσθεράπευτοςονadjθεραπευτός of a deranged personhard to look aftercure S.

ShortDef

hard to cure

Debugging

Headword:
δυσθεράπευτος
Headword (normalized):
δυσθεράπευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσθεραπευτος
IDX:
10168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10169
Key:
δυσθεράπευτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-θεράπευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>θεράπευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θεραπευτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a deranged person</Indic><Tr>hard to look after<or/>cure </Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσθεράπευτος'}