Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερίᾱ
δυσήνεμος
δύσηρις
δυσήροτος
δυσηχής
δυσθαλπής
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθέᾱτος
δύσθεος
δυσθεράπευτος
δυσθετέομαι
δυσθεώρητος
δυσθήρᾱτος
δυσθήρευτος
δυσθησαύριστος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
View word page
δυσ-θέᾱτος
δυσθέᾱτοςονadjθεᾱτός of a face, a sight, sufferingspainful to look uponA. S.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσθέᾱτος
Headword (normalized):
δυσθέᾱτος
Headword (normalized/stripped):
δυσθεατος
IDX:
10166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10167
Key:
δυσθέᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-θέᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>θέᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θεᾱτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a face, a sight, sufferings</Indic><Tr>painful to look upon</Tr><Au>A. S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσθέᾱτος'}