Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσζήτητος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερίᾱ
δυσήνεμος
δύσηρις
δυσήροτος
δυσηχής
δυσθαλπής
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθέᾱτος
δύσθεος
δυσθεράπευτος
δυσθετέομαι
δυσθεώρητος
δυσθήρᾱτος
δυσθήρευτος
δυσθησαύριστος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
View word page
δυσ-θάνατος
δυσθάνατοςονadj of a poisoned cupbringing a painfullingering deathE.

ShortDef

bringing a hard death

Debugging

Headword:
δυσθάνατος
Headword (normalized):
δυσθάνατος
Headword (normalized/stripped):
δυσθανατος
IDX:
10165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10166
Key:
δυσθάνατος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-θάνατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>θάνατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a poisoned cup</Indic><Tr>bringing a painful<or/>lingering death</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσθάνατος'}