Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
δυσέσβολος
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δυσέφικτος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερίᾱ
δυσήνεμος
δύσηρις
δυσήροτος
δυσηχής
δυσθαλπής
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθέᾱτος
δύσθεος
View word page
δυσ-ήλιος
δυσήλιος
dial.δυσᾱ́λιος
ονadj
of darkness, the sky, a wooded regionsunlessA. E. Plu.

ShortDef

sunless

Debugging

Headword:
δυσήλιος
Headword (normalized):
δυσήλιος
Headword (normalized/stripped):
δυσηλιος
IDX:
10157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10158
Key:
δυσήλιος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-ήλιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>ήλιος</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>δυσᾱ́λιος</FmHL></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of darkness, the sky, a wooded region</Indic><Tr>sunless</Tr><Au>A. E. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσήλιος'}