Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
δυσέσβολος
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δυσέφικτος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερίᾱ
δυσήνεμος
δύσηρις
δυσήροτος
δυσηχής
δυσθαλπής
δυσθανατέω
δυσθάνατος
View word page
δυσ-ζήτητος
δυσζήτητοςονadjζητητός of a harehard to search outX.

ShortDef

hard to seek

Debugging

Headword:
δυσζήτητος
Headword (normalized):
δυσζήτητος
Headword (normalized/stripped):
δυσζητητος
IDX:
10155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10156
Key:
δυσζήτητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-ζήτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>ζήτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ζητητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a hare</Indic><Tr>hard to search out</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσζήτητος'}