Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
δυσέσβολος
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δυσέφικτος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερίᾱ
δυσήνεμος
δύσηρις
δυσήροτος
View word page
δυσ-ευνήτωρ
δυσευνήτωρor perh.dial.δυσευνᾱ́τωροροςm ref. to a snake, in a dove's nestdangerous bedfellowA.

ShortDef

an ill bedfellow

Debugging

Headword:
δυσευνήτωρ
Headword (normalized):
δυσευνήτωρ
Headword (normalized/stripped):
δυσευνητωρ
IDX:
10151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10152
Key:
δυσευνήτωρ

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-ευνήτωρ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>δυσ<hyph/>ευνήτωρ<VL><Lbl>or perh.dial.</Lbl><FmHL>δυσευνᾱ́τωρ</FmHL></VL></HL><Infl>ορος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to a snake, in a dove's nest</Indic><Tr>dangerous bedfellow</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>", 'key': 'δυσευνήτωρ'}