Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
δυσέσβολος
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δυσέφικτος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερίᾱ
δυσήνεμος
δύσηρις
View word page
δυσ-έσβολος
δυσέσβολοςονadjεἰσβολή of a regionhard to invadeTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσέσβολος
Headword (normalized):
δυσέσβολος
Headword (normalized/stripped):
δυσεσβολος
IDX:
10150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10151
Key:
δυσέσβολος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-έσβολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>έσβολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἰσβολή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a region</Indic><Tr>hard to invade</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσέσβολος'}