Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
δυσέσβολος
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δυσέφικτος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερίᾱ
View word page
δυσ-έριστος
δυσέριστοςονadjἐριστός of bloodshed caused by a godhard to strive againstirresistibleS.

ShortDef

shed in unholy strife

Debugging

Headword:
δυσέριστος
Headword (normalized):
δυσέριστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεριστος
IDX:
10148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10149
Key:
δυσέριστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-έριστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>έριστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐριστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of bloodshed caused by a god</Indic><Def>hard to strive against</Def><Tr>irresistible</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσέριστος'}