Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
δυσέσβολος
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δυσέφικτος
δύσζηλος
δυσζήτητος
View word page
δυσεργίᾱ
δυσεργίᾱᾱςfδύσεργος troublecaused for troops by the lie of the landPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσεργίᾱ
Headword (normalized):
δυσεργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δυσεργια
IDX:
10145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10146
Key:
δυσεργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δυσεργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσεργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δύσεργος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>trouble<Expl>caused for troops by the lie of the land</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσεργίᾱ'}