Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
δυσέσβολος
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δυσέφικτος
δύσζηλος
View word page
δυσ-επιβούλευτος
δυσεπιβούλευτοςονadjἐπιβουλεύω hard to plan againstof troopshard to surpriseX.superl.neut.sb.greatest security against surprise attackX.

ShortDef

hard to attack secretly

Debugging

Headword:
δυσεπιβούλευτος
Headword (normalized):
δυσεπιβούλευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεπιβουλευτος
IDX:
10144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10145
Key:
δυσεπιβούλευτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-επιβούλευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>επιβούλευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπιβουλεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>hard to plan against</Def><aS2><Indic>of troops</Indic><Tr>hard to surprise</Tr><Au>X.</Au></aS2><SGrm><GLbl>superl.neut.sb.</GLbl><Def>greatest security against surprise attack</Def><Au>X.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'δυσεπιβούλευτος'}