Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
δυσέσβολος
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δυσέφικτος
View word page
δυσ-εξημέρωτος
δυσεξημέρωτοςονadjἐξημερόω of wild animalshard to tamePlu.

ShortDef

hard to tame

Debugging

Headword:
δυσεξημέρωτος
Headword (normalized):
δυσεξημέρωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξημερωτος
IDX:
10143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10144
Key:
δυσεξημέρωτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-εξημέρωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>εξημέρωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐξημερόω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of wild animals</Indic><Tr>hard to tame</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσεξημέρωτος'}