Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
δυσέσβολος
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
View word page
δυσ-εξερεύνητος
δυσεξερεύνητοςονadjἐξερευνάω of a cityhard to reconnoitreArist.

ShortDef

hard to investigate

Debugging

Headword:
δυσεξερεύνητος
Headword (normalized):
δυσεξερεύνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξερευνητος
IDX:
10142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10143
Key:
δυσεξερεύνητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-εξερεύνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>εξερεύνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐξερευνάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a city</Indic><Tr>hard to reconnoitre</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσεξερεύνητος'}