Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
δυσέσβολος
δυσευνήτωρ
View word page
δυσ-εξέλικτος
δυσεξέλικτοςονadjἐξελίσσω of a fasteninghard to disentangleE. fig., of a planhard to unravelcomplicatedPlu.

ShortDef

hard to unfold

Debugging

Headword:
δυσεξέλικτος
Headword (normalized):
δυσεξέλικτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξελικτος
IDX:
10141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10142
Key:
δυσεξέλικτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-εξέλικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>εξέλικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐξελίσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a fastening</Indic><Tr>hard to disentangle</Tr><Au>E.</Au></aS1> <aS1><Indic>fig., of a plan</Indic><Def>hard to unravel</Def><Tr>complicated</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσεξέλικτος'}