Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
δυσέσβολος
View word page
δυσ-εξέλεγκτος
δυσεξέλεγκτοςονadjἐξελέγχω of a doctrinehard to disprovePl.

ShortDef

hard to refute

Debugging

Headword:
δυσεξέλεγκτος
Headword (normalized):
δυσεξέλεγκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξελεγκτος
IDX:
10140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10141
Key:
δυσεξέλεγκτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-εξέλεγκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>εξέλεγκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐξελέγχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a doctrine</Indic><Tr>hard to disprove</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσεξέλεγκτος'}