Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
δύσερως
View word page
δυσ-εξαρίθμητος
δυσεξαρίθμητοςονadj ἐξαριθμέωof dangershard to countinnumerablePlb.

ShortDef

hard to enumerate

Debugging

Headword:
δυσεξαρίθμητος
Headword (normalized):
δυσεξαρίθμητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξαριθμητος
IDX:
10139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10140
Key:
δυσεξαρίθμητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-εξαρίθμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>εξαρίθμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS> <Ety><Ref>ἐξαριθμέω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of dangers</Indic><Def>hard to count</Def><Tr>innumerable</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσεξαρίθμητος'}