Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄρσῃ
ἄρσην
ᾱ̓ρσίπους
ἄρσις
ἄρσον
ἀρτάβη
ἀρταμέω
Ἄρταμις
ἄρταμος
ἀρτάνη
ἀρτάω
ἀρτεμής
Ἄρτεμις
ἀρτέμων
ἀρτέομαι
ἄρτημα
ἀρτηρίᾱ
ἄρτησις
ἄρτι
View word page
ἄρταμος
ἄρταμοςουm butchercookX.

ShortDef

a butcher, cook

Debugging

Headword:
ἄρταμος
Headword (normalized):
ἄρταμος
Headword (normalized/stripped):
αρταμος
IDX:
1013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1014
Key:
ἄρταμος

Data

{'headword_display': '<b>ἄρταμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄρταμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>butcher<or/>cook</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄρταμος'}