Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Δυσελένᾱ
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
δυσέριστος
View word page
δυσ-εξαπάτητος
δυσεξαπάτητοςονadjἐξαπατάω of persons, their inexperiencehard to deceivetrickPl. X. Plu.

ShortDef

hard to deceive

Debugging

Headword:
δυσεξαπάτητος
Headword (normalized):
δυσεξαπάτητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξαπατητος
IDX:
10138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10139
Key:
δυσεξαπάτητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-εξαπάτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>εξαπάτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐξαπατάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, their inexperience</Indic><Tr>hard to deceive<or/>trick</Tr><Au>Pl. X. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσεξαπάτητος'}