Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
δύσερις
View word page
δυσ-εξάλειπτος
δυσεξάλειπτοςονadjἐξαλείφω fig., of goodwilldifficult to wipe outindelible, long-lastingPlb.

ShortDef

hard to wipe out

Debugging

Headword:
δυσεξάλειπτος
Headword (normalized):
δυσεξάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξαλειπτος
IDX:
10137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10138
Key:
δυσεξάλειπτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-εξάλειπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>εξάλειπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐξαλείφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of goodwill</Indic><Def>difficult to wipe out</Def><Tr>indelible, long-lasting</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσεξάλειπτος'}