Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
δυσεργίᾱ
δύσεργος
View word page
δυσ-έντευκτος
δυσέντευκτοςονadjἐντυγχάνω of a persondifficult to obtain a meeting withinaccessible, unapproachablePlb. Plu.

ShortDef

hard to speak with

Debugging

Headword:
δυσέντευκτος
Headword (normalized):
δυσέντευκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεντευκτος
IDX:
10136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10137
Key:
δυσέντευκτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-έντευκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>έντευκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐντυγχάνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>difficult to obtain a meeting with</Def><Tr>inaccessible, unapproachable</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσέντευκτος'}